- ἡμιαμβεῖον
- ἡμιαμβεῖον, τό,A half-iambic line, i.e. catalectic dimeters, in pl., Cleanth.Stoic.1.129, Anacreont.tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιαμβείον — ἡμιαμβεῑον, τὸ (AM) [ημίαμβος] ημίαμβος, καταληκτικός δίμετρος … Dictionary of Greek
ἡμιαμβείων — ἡμιαμβεῖον half iambic line neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek